- χαλαζῶσαι
- χαλαζάωhailpres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαλαζώνω — χαλαζῶ, άω, ΝΑ [χάλαζα] ρίχνω χαλάζι («βρέχει και χαλαζώνει», δημ. τραγούδι) αρχ. 1. πέφτω πυκνός σαν χαλάζι 2. υποφέρω από χάλαζα («χαλαζῶσαι ὕες», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek